μιξοπάρθενος

μιξοπάρθενος
και μειξοπάρθενος, -η, -ο (Α μιξοπάρθενος και μειξοπάρθενος, -ον)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η μ(ε)ιξοπάρθενη
η μιξοπαρθένα
αρχ.
(για την έχιδνα και για τη Σφίγγα) αυτή που είναι κατά το ήμισυ παρθένος ή που έχει τη μορφή παρθένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μ(ε)ιξ(ο)- τού μίγνυμι* / μείγνυμι* + παρθένος (πρβλ. ψευδο-πάρθενος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μιξοπάρθενος — half maiden masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιξοπάρθενον — μιξοπάρθενος half maiden masc/fem acc sg μιξοπάρθενος half maiden neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιξοπαρθένου — μιξοπάρθενος half maiden masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιξοπαρθένῳ — μιξοπάρθενος half maiden masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Mixoparthenos — (griechisch Μιξοπάρθενος, Halbjungfrau) ist ein Mischwesen in der griechischen Mythologie, halb Schlange, halb Frau. Nach Herodot entführte sie die Pferde des schlafenden Herakles und gab sie ihm erst zurück, als dieser mit ihr schlief.… …   Deutsch Wikipedia

  • μειξοπάρθενος — η, ο, θηλ. και ος βλ. μιξοπάρθενος …   Dictionary of Greek

  • μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”